Περί αλήθειας
Αρχίζουμε με τον ορισμό της έννοιας της αλήθειας. Δε θα χρησιμοποιηθεί η ετυμολογία της λέξης αλήθεια στα ελληνικά που οδηγεί στον ορισμό της ως ιδιότητα για μη λήθη, αλλά ο ορισμός θα είναι πιο κοντά σε αυτόν της έννοιας της εγκυρότητας. Το πρώτο που ίσως πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι δεν υπάρχουν γεγονότα, υπάρχουν μόνο ερμηνείες γεγονότων που στηρίζονται σε κάποια αυθαίρετα αξιώματα. Αν παρατηρήσουμε ένα λουλούδι στο δρόμο, δεν έχουμε καμία απόδειξη ότι αυτό που βλέπουμε όντως υπάρχει, αξιώνουμε ότι υπάρχει. Για την ακρίβεια αξιώνουμε ότι υπάρχουν οι αισθήσεις μας. Ερμηνεύοντας αυτή μας την αίσθηση συμπεραίνουμε ότι υπάρχει το λουλούδι του προκείμενου παραδείγματος. Επιπλέον ακόμη και αν δεχτούμε ότι υπάρχει κάτι εξωτερικό ως προς εμάς, από τη στιγμή που ερχόμαστε σε επαφή μαζί του μόνο μέσω των αισθήσεών μας, σημαίνει ότι όταν αναφερόμαστε σε αυτό στην πραγματικότητα αναφερόμαστε στην προβολή του πάνω στις αισθήσεις μας και όχι στο αντικείμενο καθαυτό.
Για να πούμε πως κάτι είναι αληθινό, δεν περιοριζόμαστε στο να το αισθανθούμε. Αν κοιτάξουμε τον ήλιο και μετά κλείσουμε τα μάτια μας, δημιουργείται προσωρινά η ψευδαίσθηση φωτεινών πηγών με τη μορφή στιγμάτων στην όρασή μας. Κάποιο άτομο θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι υπάρχουν μικρές φωτεινές πηγές. Αυτό είναι κατά βάση ψευδές. Είναι το οπτικό του νεύρο ερεθισμένο με όμοιο τρόπο όπως αν υπήρχαν μικρές φωτεινές πηγές. Αυτό το ξέρουμε διότι τα υπόλοιπα άτομα που ίσως βρίσκονται δίπλα του αλλά και η μελέτη του εγκεφάλου μας δείχνει ποια είναι η λειτουργία. Οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν στο γεγονός είναι άπειρες. Αυτή ερμηνεία που αποκαλούμε αντικειμενική αλήθεια είναι αυτή που είναι συνεπής και έχει συνοχή με το σύνολο των αισθήσεών μας ως υποκείμενα. Η αίσθηση που έχουμε πάνω στις αισθήσεις μας και η διαλεκτική αλληλεπίδρασή τους, ή αλλιώς η μετα-αίσθηση. Συνήθως όταν αναφερόμαστε στις αισθήσεις εννοούμε μόνο τις πέντε εξωτερικές αισθήσεις, όμως υπάρχουν και οι εσωτερικές. Ο λόγος που ξέρουμε τα αισθήματά μας ή τις σκέψεις μας είναι γιατί τις αισθανόμαστε. Σε αυτό το δοκίμιο τον παραπάνω ορισμό χρησιμοποιούμε για την αλήθεια και δεχόμαστε το αξίωμα ότι οι αισθήσεις μας υπάρχουν.
Γίνεται μάλλον εύκολα κατανοητό ότι το να χαρακτηριστεί κάτι ως αληθές ή ψευδές δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση διότι δεν είναι εύκολο να φτάνουμε σε ερμηνείες συνολικές και συνεπείς. Για να μπορούμε να διατυπώνουμε αλήθειες χρειάζεται να έχουμε επίγνωση των ορίων μας. Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα, το άτομο που κοιτάει τον ήλιο, μετά για να είναι συνεπές μπορεί να πει ότι βλέπει κάτι φωτεινά στίγματα χωρίς να διευκρινίζει αν είναι κάτι εξωτερικό ή εσωτερικό ούτε γιατί συμβαίνει, αν δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται. Και αν κάποιο άλλο άτομο ακούσει αυτή τη μαρτυρία το αληθές θα ήταν να πει όχι ότι κάποιο άτομο είδε στίγματα αλλά ότι ισχυρίζεται ότι είδε στίγματα. Φυσικά δεν είναι λίγες οι φορές που δεν ξέρουμε τι ξέρουμε και τι δεν ξέρουμε. Η εύρεση μιας αλήθειας – και όχι της αλήθειας – είναι μια διαρκής διαδικασία αναζήτησης που αναγκαστικά περνάει από το δρόμο του σφάλματος και του ψεύδους. Αυτό πρέπει να το αποδεχτούμε ως κομμάτι της ύπαρξής μας, ειδικά αν αναλογιστούμε πως ποτέ κανένα υποκείμενο δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στο σύνολο της υπάρχουσας πληροφορίας ούτε τη δυνατότητα πλήρους επεξεργασίας της διαθέσιμης πληροφορίας. Αυτό επίσης σημαίνει ότι διαφορετικά πρόσωπα ανάλογα με τις δικές τους συνθήκες μπορούν να έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο ίδιο θέμα οι οποίες να έχουν και αληθή και ψευδή στοιχεία και προφανώς απαιτεί κόπο η εύρεση μιας αλήθειας από δύο ή περισσότερες αν αυτή υπάρχει.
Μέχρι τώρα έχουν γίνει αναφορές στην αλήθεια σε σχέση με το αισθητό. Αυτό δε σημαίνει πως οτιδήποτε ξεφεύγει από το αισθητό δεν μπορεί να είναι αληθινό. Για παράδειγμα, τα άτομα που ήρθαν αρχικά σε επαφή με το φαινόμενο του ηλεκτρισμού δεν μπορούσαν να γνωρίζουν την ύπαρξη των ηλεκτρονίων. Τα ηλεκτρόνια δεν μπορούν να παρατηρηθούν άμεσα με τις ανθρώπινες αισθήσεις μας. Μπορούν όμως να παρατηρηθούν έμμεσα από τα αποτελέσματα της ηλεκτρικής δύναμης, όπως μέσω του σπινθήρα στατικού ηλεκτρισμού που νιώθουμε όταν αγγίζουμε κάτι που είναι θετικά ή αρνητικά φορτισμένο συγκριτικά με μας. Επίσης μέσω της μνήμης που έχουμε αποχτήσει από τις αισθήσεις ή και έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας ως μνήμη του σώματος, και της σκέψης μπορούμε να οραματιστούμε αντικείμενα τα οποία δεν έχουμε αισθανθεί εμπειρικά. Έτσι για παράδειγμα μπορούμε να έχουμε θεωρίες που προβλέπουν φυσικά φαινόμενα που δεν έχουν ποτέ παρατηρηθεί ή να οραματιζόμαστε πραγματικότητες που δεν έχουμε βιώσει.
Αυτό για το οποίο δεν έχει νόημα να μιλάμε είναι αυτό που δεν μπορούμε να αισθανθούμε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα ούτε να προσεγγίσουμε μέσω οραματισμού με βάση τις αισθήσεις. Ακόμη και αν υπάρχει κάτι τέτοιο, είναι κάτι μονωμένο από τη δική μας ζωή. Αυτή η τοποθέτηση σχετίζεται και με το ζήτημα διάφορων θρησκειών. Κάποια ομάδα ανθρώπων μπορεί να ισχυρίζεται πως κάθε φορά που κινούνται τα φύλλα των δέντρων υπάρχει μία αόρατη σε εμάς θεότητα με δέκα ροζ πλοκάμια που προκαλεί την κίνηση. Αυτό είναι κάτι που ούτε μπορούμε να αισθανθούμε, ούτε και να βασιστούμε στις αισθήσεις μας για να το οραματιστούμε ως κομμάτι της πραγματικότητάς μας(μιας άλλης πιθανόν). Ως ισχυρισμός δεν μπορεί να διαψευστεί. Δεν μπορεί όμως και να επαληθευτεί. Εδώ υπεισέρχονται τα αξιώματα που βάζει η κάθε πλευρά. Στο δοκίμιο έχει τεθεί εξαρχής ως μοναδικό αξίωμα η ύπαρξη των αισθήσεων. Αν μία άλλη πλευρά επιλέξει να αξιώσει ότι υπάρχει μια θεότητα γιατί κάπου το διάβασε και με το «έτσι θέλω», ας μιλήσει για τις δικές της αλήθειες. Αυτές όμως καθόλου δεν αφορούν την πλευρά που έχει το αρχικό μας αξίωμα για την οποία είναι γενικά ανόητες.
Αυτό το οποίο πραγματευόμαστε σε αυτό το δοκίμιο είναι σε μεγάλο βαθμό τα θεμέλια της επιστημονικής μεθόδου. Είναι ωστόσο σημαντικό να τονιστεί για ιστορικούς λόγους, ότι δεν υπαινισσόμαστε ότι υπάρχει μόνο ό,τι έχουμε αισθανθεί και οραματιστεί με βάση τις αισθήσεις, αλλά ότι γι’ αυτό μπορούμε να μιλήσουμε ως αληθές ή ψευδές. Αν θεωρούσαμε ότι υπάρχει μόνο ό,τι αισθανόμαστε και κατανοούμε δεν θα υπήρχε πρόοδος και ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος. Η εξερεύνηση του κόσμου εσωτερικού και εξωτερικού, ο πειραματισμός και η φαντασία είναι αλληλένδετα με την επιστήμη και όλα αυτά μαζί ζωτικά κομμάτια της ανθρώπινης εμπειρίας. Επίσης, ο ορθολογισμός, η μετάβαση από ένα λογικό επιχείρημα σε ένα άλλο, δεν είναι η μοναδική προσέγγιση της αλήθειας ούτε και πάντα η ορθολογική... Δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθουμε κάτι ενάντια στη λογική μας, στα μέχρι στιγμής συμπεράσματα, το δοκιμάζουμε και η αρχική μας λογική ανατρέπεται. Ή που δοκιμάζουμε κάτι στο οποίο δε βρίσκουμε έρεισμα με βάση τη γνώση μας, όπως για το δυτικό κόσμο οι τεχνικές του βελονισμού που στηρίζονται σε ανατολικές παραδόσεις, για τις οποίες έχουν γίνει έρευνες τα τελευταία χρόνια και δείχνουν ότι έχουν κάποια αποτελέσματα στην ιατρική. Η επιστημονική μέθοδος είναι εκ φύσεως αντιδογματική. Με βάση τα μέχρι τον παρόν της δεδομένα δέχεται ως αληθές ό,τι επαληθεύεται και δεν έχει διαψευστεί, προφανώς ως ψευδές ό,τι έχει διαψευστεί, δε μιλάει για τίποτε άλλο με βεβαιότητα και είναι ανοιχτή σε οποιαδήποτε έγκυρη ανατροπή.
Εξάλλου η αλήθεια κάθε ατόμου ή ομάδας, ως μετα-αίσθηση, είναι η προέκταση όσων μπορεί να αισθανθεί μέχρι στιγμής. Ωστόσο παρά τον σαφή υποκειμενικό χαρακτήρα της αλήθειας, όπως έχει ήδη περιγραφεί, δε σημαίνει ότι δεν έχει νόημα η αναζήτηση της αντικειμενικότητας. Όπως ένας άνθρωπος ως υποκείμενο είναι η συνέργεια των κυττάρων που τον αποτελούν και το καθένα έχει τη δική του υποκειμενική υπόσταση, έτσι και η ανθρωπότητα ή κατ’ επέκταση το φαινόμενο της ζωής ή και το ίδιο το σύμπαν γίνονται υποκείμενα ως σύνθεση των περιεχομένων τους. Και ισχύει αυτό που έχει ήδη ειπωθεί: η αντικειμενική μας αλήθεια ως υποκείμενα είναι η αρμονική και συνεπής αίσθηση που έχουμε για τις αισθήσεις μας στις οποίες προβάλλουν όλα όσα είναι εντός μας και εκτός μας, όλα όσα μας περιέχουν και τα περιέχουμε.