Η ελευθερία του λόγου στα κοινωνικά δίκτυα
Με τη δημιουργία του διαδικτύου και την εξέλιξη των τεχνολογιών που επιτρέπουν την όλο και πιο ταχεία και πολύπλευρη επικοινωνία από απόσταση, γίνεται διαρκώς επιτακτικότερη η ανάγκη για εύρεση πρωτοκόλλων που θα εξασφαλίζουν την αρμονική και ωφέλιμη χρήση τους. Το πώς πραγματευόμαστε την ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο είναι ένα ζητούμενο μεταξύ άλλων. Η αλλαγή του πλαισίου επικοινωνίας απαιτεί νέες διευθετήσεις. Για παράδειγμα αν η επικοινωνία συμβαίνει από κοντά σε μια πλατεία ή σε ένα μπαρ, έχουμε κάποια δεδομένα στο πώς, πότε και με ποια άτομα μιλάμε, που δεν ισχύουν στην εξ αποστάσεως συχνά απρόσωπη, ανώνυμη ή και ασύγχρονη επικοινωνία. Στο δοκίμιο αυτό πραγματεύεται η ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο και πιο συγκεκριμένα στα κοινωνικά δίκτυα.
Για αρχή ας ορίσουμε την έννοια της ελευθερίας του λόγου. Ως λόγο δε θα πρέπει να βλέπουμε μόνο τη γραπτή ή προφορική λεκτική επικοινωνία, αλλά την έκφραση με οποιαδήποτε μορφή και οποιοδήποτε περιεχόμενο, είτε είναι ένας χορός, είτε ένα μαθηματικό θεώρημα, είτε ένα γλυπτό είτε η κατασκευή μιας μηχανής και ούτω καθεξής, στο παρόν ή αποθηκευμένα σε οποιοδήποτε μέσο. Ελευθερία σημαίνει πως ο λόγος μπορεί να συμβαίνει χωρίς να παρεμποδίζεται από κάποιο άτομο ή ομάδα με οποιοδήποτε τρόπο, είτε αυτός είναι η σωματική βία είτε η απειλή, ο εκφοβισμός, η συκοφαντία, ο στιγματισμός, η αποστέρηση των πόρων και των μέσων έκφρασης και ούτω καθεξής. Στο άρθρο αυτό συντάσσομαι καταρχήν υπέρ της συνολικής ελευθερίας του λόγου όλων των ατόμων και των ομάδων αδιακρίτως των χαρακτηριστικών τους, είτε αυτό είναι το φύλο, η φυλή και η καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η οικονομική κατάσταση, η θεσμική αναγνώριση, η ηλικία η σωματική ικανότητα και τα λοιπά. Κατά συνέπεια όλη η επιχειρηματολογία εδράζεται σε αυτή τη θέση, η οποία δεν τίθεται ως αντικειμενικά σωστή αλλά ως πολιτική επιλογή. Δεν υπάρχει άλλωστε καθ’ όσων γνωρίζω μία αντικειμενικά σωστή ηθική. Εμείς επιλέγουμε την ηθική μας και με βάση αυτή μπορούμε μετά να πούμε κατά πόσο κάτι είναι αντικειμενικά σωστό ή όχι. Φυσικά σε όλα υπάρχουν όρια, ακόμη και στην ελευθερία του λόγου. Προτού όμως ψηλαφήσουμε αυτό το θέμα, ας δούμε τη σημασία της ελευθερίας του λόγου.
Η ελευθερία του λόγου είναι υπαρξιακής σημασίας αξία. Καταλαβαίνουμε ότι υπάρχουμε μέσα από την αλληλεπίδραση με τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Το να μπορούμε να παράγουμε λόγο και να ερχόμαστε σε επαφή με λόγο ίσως είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρχουμε. Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, σε μία κοινότητα η πρόσβαση στο λόγο που σχετίζεται με την πληροφόρηση, συνδέεται άμεσα με την ομαλή λειτουργία της κοινότητας αλλά και την ασφάλειά της. Από τους μακρινούς προγόνους μας που ως πρωτεύοντα παρατηρούσαν το περιβάλλον και σε περίπτωση κινδύνου πληροφορούσαν την υπόλοιπη κοινότητα, μέχρι τις σημερινές μας κοινωνίες από το να γνωρίζουμε πού μπορούμε να βρούμε εργασία μέχρι το πώς παίρνονται αποφάσεις που μας αφορούν ως άτομα και ως σύνολο και το ποιες ιδέες και πρακτικές μπορούν να κάνουν τη ζωή μας καλύτερη ή χειρότερη, η ανεμπόδιστη μετάδοση της πληροφορίας είναι ζωτικής σημασίας. Η πληροφορία μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τι συμβαίνει στο περιβάλλον και τους τρόπους δράσης μας σε αυτό, κατά συνέπεια ανάλογα με τους στόχους μας να επιλέγουμε αυτόνομα. Ακόμη περισσότερο στη σημερινή κοινωνία της πληροφορίας, διότι η μη πρόσβαση σε πληροφορία σημαίνει ανισότητα, ανάμεσα σε σύνολα που έχουν απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφόρηση και σύνολα που δεν έχουν ή έχουν μερική.
Τις περισσότερες φορές, είναι προφανές ότι άτομα και ομάδες που ζητούν τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, θέλουν να επιβάλλουν τα δικά τους αφηγήματα και να ελέγξουν τους άλλους. Πρακτική που δε σχετίζεται μόνο με ολοκληρωτικά καθεστώτα που αυτοδιορίζονται ως τέτοια, αλλά συχνά και με άτομα και ομάδες που λένε ότι υπερασπίζονται την ελευθερία. Για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν και ακόμη περισσότερους, οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε με μεγάλη αυστηρότητα οποιοδήποτε αίτημα εκχώρησης του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, γιατί πολύ εύκολα οδηγούμαστε στην ανυπαρξία ή στο σκοτάδι ή και στα δύο. Σε ποιες όμως περιπτώσεις και πώς οριοθετείται η ελευθερία του λόγου;
Η γενική ιδέα της οριοθέτησης είναι η ελευθερία του λόγου να μην απειλεί με βλάβη την ίδια την κοινότητα που υπερασπίζεται και κατά συνέπεια τον εαυτό της. Η ελευθερία του λόγου δεν τίθεται ως ανεξάρτητη αξία, αλλά αξία για την ύπαρξη της κοινότητας και των ατόμων που την απαρτίζουν. Φυσικά δεν μπορούμε να καταγράψουμε όλες τις περιπτώσεις όπου θα πρέπει να μπορούμε να εκφραζόμαστε, μπορούμε όμως να καταγράψουμε τις περισσότερες από αυτές που δεν μπορούμε να εκφραζόμαστε, οι οποίες οφείλουν να είναι συγκριτικά ελάχιστες. Για την ακρίβεια τόσες όσες χρειάζεται ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή ελευθερία έκφρασης. Μερικά βασικά παραδείγματα περιορισμού της έκφρασης είναι όταν αυτή σχετίζεται με συκοφαντία, με απειλή, εκβιασμό, παρενόχληση ή και προσβολή της αξιοπρέπειας, με δημοσιοποίηση πληροφοριών οι οποίες είναι ιδιωτικές ή απόρρητες, με κάλεσμα σε εγκλήματα κατά ατόμων και ομάδων και με διασπορά ψευδών ειδήσεων οι οποίες μπορούν να βλάψουν το σύνολο.
Με λίγη σκέψη είναι προφανές ότι αυτές οι γενικές περιπτώσεις δεν είναι πολύ εύκολο να εξειδικευτούν. Ένας βασικός λόγος είναι πως το τι συνιστά βλάβη είναι σχετικό με το πώς ορίζεται η βλάβη. Στην περίπτωση της συκοφαντίας, ας πούμε ότι κάποια άτομα αν γενικά και αόριστα τα κατηγορούσαν ότι κοιτούν να βγάζουν κέρδος όπως μπορούν θα το θεωρούσαν συκοφαντία ενώ κάποια άλλα μόνο αν υπήρχε μια σαφής κατηγορία όπως η κλοπή. Οφείλουμε με πολλή προσοχή να δούμε πώς μπορούμε να διευθετήσουμε αυτό το πρόβλημα γιατί πολύ εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε σε ανόητα συμπεράσματα ενδίδοντας στην επιθυμία να βγάλουμε γενικούς κανόνες οπωσδήποτε.
Πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο στο νου μας ότι δε γίνεται να υπάρχουν γενικοί κανόνες που να πιάνουν όλες τις περιπτώσεις. Αυτό έχει μια σημαντική συνέπεια: δεν υπάρχει ένα ιερατείο – στην περίπτωση των κοινωνικών δικτύων αυτό των διαχειριστών τους – ικανό να βγάλει καθολικούς κανόνες και να αντικαταστήσει πλήρως τις τοπικές κοινότητες που αφορούν αυτοί οι κανόνες. Ανάλογα με την εποχή και τον τόπο αλλάζει η σημειολογία των γεγονότων. Για μια κοινωνία το κάλεσμα σε πετροπόλεμο είναι κάλεσμα σε παιχνίδι, για μια άλλη σε εγκληματική ενέργεια. Για κάποιο άτομο το να το βρίσουν είναι αδιάφορο για κάποιο άλλο τραυματικό και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ατόμων που αυτοκτονούν από το στιγματισμό και την κατακραυγή και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε μια κοινωνία σε καιρό ένοπλου πολέμου είναι λογικό να γίνονται καλέσματα σε ένοπλες μάχες. Ας δούμε λοιπόν, πώς και σε τι βαθμό μπορούμε να διευθετήσουμε συνολικά αυτά τα θέματα.
Βασικός γνώμονας παραμένει η μέγιστη ελευθερία του λόγου. Άλλος ένας γνώμονας είναι ο αντικειμενικός ορισμός της βλάβης. Για παράδειγμα δε θεωρώ την προβολή πορνογραφίας ως κάτι που πρέπει να λογοκρίνεται, εφόσον έχει συμβεί βέβαια με τη συναίνεση όλων των μερών. Στο αντικειμενικό σκέλος, η σεξουαλική πράξη είναι μια ακόμη λειτουργία του σώματος και δεν είναι περισσότερο επιβλαβής από την προβολή της πόσης νερού. Αντιθέτως η παιδική πορνογραφία όπου είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να υπάρξει συναίνεση δεν μπορεί να είναι επιτρεπτή. Το κάλεσμα μέσω διαδικτύου σε ένα πετροπόλεμο εφόσον είναι με τη συναίνεση των μελών δε συνιστά κάλεσμα σε βλάβη παρά συνειδητό παιχνίδι. Η ύβρις από μόνη της δε λέει κάτι. Γενικά δεν παθαίνει κανείς κάτι αν τον πούνε μαλάκα. Αν όμως υπάρχει διαρκής παρενόχληση και ισοπέδωση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου εκεί θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το κατά πόσο είναι τραυματικό αυτό. Αν κάποιο άτομο συκοφαντηθεί για μια πολύ κακή πράξη θα είναι αντικειμενικό το ότι ως συνέπεια θα αντιμετωπίσει κοινωνική επιθετικότητα. Το δημόσιο κάλεσμα σε μια πορεία διαμαρτυρίας από μόνο του δεν μπορεί να συνιστά αδίκημα, είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Αντιθέτως ένα δημόσιο κάλεσμα για βομβιστικές επιθέσεις εν καιρώ ειρήνης είναι κάλεσμα σε έγκλημα που μπορεί να στοιχίσει ανθρώπινες ζωές. Φυσικά δε θα πρέπει να ξεχνούμε την κρατική τρομοκρατία. Πρόσφατα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αστυνομικός έριξε σε ευθεία βολή σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων βόμβα κρότου λάμψης στο κεφάλι ενός άοπλου φοιτητή, οποίος τραυματίστηκε. Η ελληνική κυβέρνηση κάλυψε αυτήν την πράξη και κάλεσε την αστυνομία να συνεχίσει το έργο της. Αυτό είναι κάλεσμα σε εγκληματική δράση, ωστόσο δεν μπορεί να λογοκριθεί γιατί δεν καλεί σε κάτι συγκεκριμένο και ακόμη περισσότερο διότι ο κόσμος πρέπει να είναι ενήμερος για τις πολιτικές της κυβέρνησης. Επίσης δε θα λογοκρινόταν σε καμία περίπτωση μία θέση είτε ήταν γενικά υπέρ είτε κατά της αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Δε θα λογοκρινόταν κάποιο άτομο αν έπαιρνε θέση είτε υπέρ είτε κατά των εμβολίων για την πανδημία του κορωνοϊού. Αν όμως ισχυριζόταν ότι τα εμβόλια έχουν βάσει σχεδίου επιβλαβή συστατικά, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει καμία απόδειξη, θα λογοκρινόταν. Είναι προπαγάνδα που έχει συμβεί και έχει στοιχίσει ανθρώπινες ζωές ως παραπληροφόρηση.
Εδώ μάλλον γίνεται αντιληπτό ότι η θέση μου είναι πως κάτι που εμπίπτει στις κατηγορίες που λογοκρίνονται, λογοκρίνεται μόνο όταν αντικειμενικά προκαλεί μια συγκεκριμένη σοβαρή βλάβη έμπρακτα και όχι αν γενικά και αόριστα είναι επιβλαβές ή μπορεί να οδηγήσει σε κάτι αρνητικό. Και αυτό ακόμη πιο έντονο από το γεγονός ότι πολύ σπάνια κάτι είναι μόνο επιβλαβές ή επωφελές. Για παράδειγμα το κάλεσμα στη δημιουργία αεροπορικής εταιρίας θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί κάποιο άτομο ότι οδηγεί σε κάτι που βλάπτει πολύ το περιβάλλον. Όμως ζούμε σε μια κοινωνία που χρησιμοποιεί τα αεροπλάνα κατά κόρον και επίσης η χρήση αεροπλάνων βοηθά στη δικτύωση ανθρώπων (επιστημόνων, ακτιβιστών κτλ) που συμβάλλουν θετικά στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Δε θα μπορούσε να λογοκριθεί ένα τέτοιο κάλεσμα. Όπως δεν μπορεί καθόλου εύκολα να λογοκριθεί η σάτιρα. Σάτιρα γενικά μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε άτομο για οποιοδήποτε θέμα και προς οποιοδήποτε άλλο άτομο. Ακόμη και αν πονάει αρκετές φορές ίσως και άτομα που έχουν ήδη πονέσει. Μια δημοκρατία στηρίζεται στο να μπορούν τα μέλη της να προσβάλλουν και να αμφισβητούν το ένα το άλλο. Και στο να μπορούμε να ακούμε από άτομα που δε μας αρέσουν πράγματα που δε μας αρέσουν και να καταλαβαίνουμε πως για κάθε γεγονός υπάρχουν και άλλες ερμηνείες πέρα από αυτές που εμείς επιλέγουμε να δώσουμε.
Ας έχουμε κατά νου ότι όταν μιλάμε για ελευθερία του λόγου στα κοινωνικά δίκτυα, ουσιαστικά μιλάμε για το τμήμα τους που αποτελεί ένα ψηφιακό δημόσιο χώρο. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε ένα δημόσιο, σε ένα κοινωνικό και σε έναν ιδιωτικό χώρο. Στον ιδιωτικό χώρο, όπως είναι το σπίτι μας ή μια ηλεκτρονική ιδιωτική συνομιλία μπορούμε να βάζουμε πολύ προσωπικούς όρους για το με ποια άτομα συναναστρεφόμαστε. Στον κοινωνικό χώρο όπως είναι ένας σύλλογος ή μια ομάδα σε ένα κοινωνικό δίκτυο επίσης μπορούν να μπαίνουν κάποιοι πιο συγκεκριμένοι κανόνες επικοινωνίας. Σε ένα δημόσιο χώρο όπως ο δρόμος ή μια δημόσια ανάρτηση στο διαδίκτυο, οι κανόνες δεν μπορούν παρά να είναι οι ελάχιστοι – λαμβάνοντας υπόψη και την εκάστοτε κρατική νομοθεσία στην οποία καλώς ή κακώς εντάσσεται κάποιος τόπος – δεδομένου του πλήθους των ατόμων εκεί αλλά και της πολυμορφίας, ώστε να είναι δυνατή η συνύπαρξη δίχως διαρκείς τριβές και αποκλεισμούς.
Θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει τέλεια λύση. Σε οτιδήποτε κάνουμε κάτι κερδίζουμε κάτι χάνουμε. Για παράδειγμα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιο άτομο ότι με το να είναι επιτρεπτό υβριστικό περιεχόμενο κάποιο άτομο με βάση την υποκειμενική του εμπειρία μπορεί να δυσκολεύεται. Προφανώς αφουγκραζόμαστε την υποκειμενική εμπειρία και τη λαμβάνουμε υπόψη, όμως χωρίς αντικειμενικότητα δεν έχει καν νόημα να μιλάμε. Αν δηλαδή κάθε άτομο λέει ότι ισχύει η άποψη του απλά και μόνο γιατί την εκφράζει. Και επίσης το θεωρώ αξιακά πιο σημαντικό να ελαχιστοποιηθεί μία απαγόρευση παρά να μειωθεί καθολικά η δυνατότητα των ανθρώπων να εκφράζονται και να υπάρχουν, και να δεσμεύονται από περισσότερους κανόνες. Είναι μίζερη και καταπιεστική μία κοινωνία καθωσπρεπισμού από όποια σκοπιά και αν προκύπτει. Και αυτό είναι μία πολιτική επιλογή από πλευράς μου βέβαια. Από εκεί και έπειτα είναι και η προσωπική ευθύνη των ατόμων στο με τι και πώς αλληλεπιδρούνε. Μία ηλεκτρονική πλατφόρμα δημιουργεί κάποια πρωτόκολλα που βοηθούν στην επικοινωνία. Δεν είναι κάποιο είδος μεγάλου αδελφού που προστατεύει τους χρήστες και τις χρήστριες ερήμην τους. Επιδιώκουμε την αυτονομία των ατόμων και την κοινωνία της υπευθυνότητας που όλα τα μέλη της φροντίζουν για τους άλλους και τον εαυτό τους, όχι μια κοινωνία όπου τα μέλη της περιμένουν δικαιωματικά από έναν φορέα να παίρνει αποφάσεις γι’ αυτά και να τα αντικαθιστά.
Για να εστιάσω λοιπόν στο τι γίνεται στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το γενικό πρωτόκολλο, μία λύση είναι να δοθεί έμφαση όχι μόνο στην απαγόρευση ή στην τιμωρία αλλά στη δυνατότητα επιλογής σε κάθε άτομο στο με τι περιεχόμενο έρχεται σε επαφή. Να μπορεί να αποκλείει άτομα από το να βλέπει τις δημοσιεύσεις και τα σχόλιά τους, να επιλέγει περιεχόμενο δημοσιεύσεων και σχολίων ή αυτό το περιεχόμενο να είναι και αξιολογημένο ώστε να μπορεί να διαβάσει αυτά που προτιμά. Επίσης αν υπάρχουν άτομα που διαχειρίζονται πιθανό αποκλεισμό σχολίων είναι σημαντικό να είναι εκπαιδευμένα στην επικοινωνία και να γνωρίζουν το πλαίσιο (κοινωνικό, πολιτισμικό κτλ) στο οποίο γίνονται τα σχόλια. Και βέβαια πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το διαδίκτυο δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τις ανθρώπινες σχέσεις και πως ως κοινωνία – κρίνοντας από την ποιότητα του περιεχομένου των αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα – έχουμε πολλά βήματα ακόμη να κάνουμε για να μάθουμε να έχουμε ενσυναίσθηση και σεβασμό απέναντι σε άλλα άτομα και να κάνουμε διάλογο.
Τι γίνεται όσον αφορά τις μεθόδους διαχείρισης περιεχομένου που ξεφεύγει από τους κανόνες της κοινότητας όπως τους περιέγραψα πιο πάνω; Ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη συχνότητα της παραβίασης μέσω αναρτήσεων, η διαχείριση μιας πλατφόρμας μπορεί ως προς τις αναρτήσεις να προχωρήσει σε σύσταση, σε σήμανση μιας δημοσίευσης ως προβληματικής, σε απόκρυψη της δημοσίευσης αλλά αυτή να παραμένει προσβάσιμη σε όποιο άτομο θέλει να τη δει και σε διαγραφή της δημοσίευσης. Ως προς το άτομο που κάνει τις εν λόγω δημοσιεύσεις, μπορεί να υπάρχει σύσταση κάποιο διάστημα, αν αυτή και τα προηγούμενα μέτρα δε λειτουργήσουν ή αν πρόκειται για πολύ σοβαρό παράπτωμα απαγόρευση ανάρτησης και ως έσχατο μέσο διαγραφή του λογαριασμού.
Πέρα από τους κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά των χρηστών και των χρηστριών σε σχέση με την ελευθερία του λόγου είναι αναγκαίοι και κανόνες σε σχέση με τη διαχείριση αυτών των ζητημάτων από μία ηλεκτρονική πλατφόρμα. Οι κανόνες θα πρέπει να είναι σαφείς και προσβάσιμοι σε όλα τα μέλη της κοινότητας τα οποία με γνώση τους θα επιλεγούν τη συμμετοχή σε αυτή και να εφαρμόζονται αμερόληπτα σε όλες τις περιπτώσεις που η διαχείριση μπορεί να παρέμβει. Το λογισμικό θα πρέπει να είναι ανοιχτού κώδικα και να είναι σαφής η λειτουργία του, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε κρυφή λειτουργία διαχείρισης. Τα δεδομένα των μελών της πλατφόρμας θα πρέπει να ανήκουν στα ίδια και από ένα χρονικό όριο και έπειτα να μπορούν να διαγράφονται αν τα ίδια το επιθυμούν. Το λογισμικό θα πρέπει να είναι ελεύθερο στη χρήση, ώστε σε περίπτωση που μερίδα ατόμων δε θέλει να συμμετέχει με αυτούς τους όρους να μπορεί εύκολα να στήσει μια πλατφόρμα με δικούς της όρους και όχι να εξαναγκάζεται σε συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο λόγω έλλειψης εναλλακτικών. Όταν επιβάλλεται κάποια ποινή από τη διαχείριση αυτή θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν διαυγώς τεκμηριωμένη με βάση τους κανόνες και βέβαια τα άτομα που διαχειρίζονται να αναλαμβάνουν την ευθύνη της ποινής και να μπορούν να κρίνονται από όλη την κοινότητα ως προς το δίκαιο της εφαρμογής των κανόνων.
Τέλος, όταν και όσο αυτό είναι δυνατό και ταιριάζει, η ηλεκτρονική πλατφόρμα να βοηθάει τις σχέσεις μεταξύ των μελών της και να μην είναι εντελώς απρόσωπη. Μην ξεχνάμε ότι δεν έχουμε απλώς να κάνουμε με μηχανές παραγωγής δημοσιεύσεων αλλά με ανθρώπους που έχουν τη δική τους καθημερινότητα και ιστορία. Να υπάρχει ανατροφοδότηση μεταξύ μελών και διαχείρισης, ώστε να μην επιβάλλεται ένας διαχωρισμός μεταξύ ενός ιερατείου και του κοινού για να μπορούν να βρεθούν κοινοί τόποι για την έκφραση και τις ανάγκες. Και με βάση όλα όσα ειπώθηκαν λοιπόν μέχρι τώρα, να εξαντλούνται τα περιθώρια σύγκλισης μέγιστης ελευθερίας λόγου που είναι και η πρώτη προτεραιότητα, αντικειμενικά σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο που συμβαίνει, με συμπερίληψη των αναγκών των μελών της κοινότητας και των ισχυόντων τοπικών νομικών πλαισίων. Να έχουμε μία πλατφόρμα να διευκολύνει την έκφραση, το μοίρασμα και τη συνύπαρξη εντάσσοντας όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο και σεβόμενη την ποικιλομορφία και την προσωπικότητα καθενός και καθεμιάς.